Λίγα μαχητικά αεροσκάφη έχουν κατασκευαστεί σε τέτοιους αριθμούς και έχουν τόσο μεγάλη αξία για την Πολεμική Αεροπορία όσο το F-4 Phantom. Έχοντας μετρήσει «άπειρες» ώρες πτήσης σε ίσως κάθε μεριά του κόσμου, το F-4 είναι με σιγουριά ένα από τα σημαντικότερα μαχητικά στην ιστορία ενώ ακόμα συνεχίζει να επιχειρεί σε αρκετές χώρες.
Η ανάπτυξη του F-4 Phantom II
Η ιστορία του Phantom πάει πολλές δεκαετίες πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Τότε, η McDonnell είχε αρχίσει να πειραματίζεται πάνω σε αλλαγές που θα μπορούσαν να γίνουν στο σχέδιο ενός άλλου αεροσκάφους, το F-3H Demon. Αποτέλεσμα των δοκιμών αυτών ήταν πολλά διαφορετικά πρωτότυπα, με μάλλον ικανότερο το F-3H-G/H Super Demon.
Λόγω όμως της επιλογής του Ναυτικού των ΗΠΑ να συνεχίσει με τα F-8 Crusader, η McDonnell αποφάσισε να αλλάξει ξανά το σχέδιο για να πληρή τις προδιαγραφές ενός μαχητικού-βομβαρδιστικού. Οι απαιτίσεις όμως του Ναυτικού άλλαξαν ξανά ζητώντας ένα αεροσκάφος το οποίο θα αναλάμβανε την προστασία του στόλου από τον αέρα.
Αυτό με την σειρά του οδήγησε στο XF-4H-1. Το αεροσκάφος είχε σχεδιαστεί ώστε να έχει ξεχωριστό χειριστή ραντάρ στην πίσω θέση. Παράλληλα, το XF-4H-1 θα εξοπλιζόταν με τουλάχιστον τέσσερις AIM-7 Sparrow καθώς και δύο κινητήρες. Μετά από δοκιμές, βρέθηκε ότι αεροσκάφος είχε κάποια θέματα αεροδυναμικής, τα οποία λύθηκαν με την εγκατάσταση των, χαρακτηριστικών, ακροπτερυγίων, τα οποία βελτίωσαν και τις ικανότητες του αεροσκάφους σε ελιγμούς.
Το 1955, το Ναυτικό παρήγγειλε 7 πρωτότυπα, 2 XF-4H-1 και 5 YF-4H-1, για δοκιμές ενάντια στο XF-8U-3 Crusader III, με το το αεροσκάφος της McDonnell να κερδίζει το συμβόλαιο του Ναυτικού και εν τέλει να ονομάζεται F-4A Phantom II.
Οι βελτιώσεις στο αεροσκάφος άρχισαν σχεδόν αμέσως. Μόνο 45 F-4A κατασκευάστικαν, τα οποία διατηρήθηκαν κυρίως ως εκπαιδευτικά. Στην γραμμή παραγωγής «μπήκε» το F-4B το οποίο διέθεται καλύτερο ραντάρ, τροποποιημένο πιλοτήριο, νέα καλύπτρα, IRST καθώς και ισχυρότερους κινητήρες.
Έπειτα ακολούθησε η απόκτηση του μαχητικού από την Αεροπορία ως F-4C. Σε αντίθεση με το Ναυτικό, η Αεροπορία ήθελε το αεροσκάφος να έχει και ικανότητα κρούσης, έτσι το F-4C είχε στην διάθεσή του μεγαλύτερο εύρος όπλων αέρος-εδάφους ενώ ανέλαβε έναν ρόλο πιο κοντά σε «μαχητικό-βομβαρδιστικό».
Μετά τα F-4C, η Αεροπορία κινήθηκε για τα F-4D και έπειτα τα F-4E, τα οποία έφεραν και πάλι πυροβόλο, συγκεκριμένα το M61 Vulcan, τα οποία έλειπαν από τις άλλες εκδόσεις του αεροσκάφους.
Το 1966 μπήκε σε υπηρεσία η έκδοση F-4J η οποία έδινε έμφαση τόσο στις αέρος-αέρος αλλά και στις αέρος-εδάφους δυνατότητες του αεροσκάφους. Είχε καλύτερο ραντάρ, ισχυρότερους κινητήρες αλλά και ικανότερο σύστημα ελέγχου όπλων αέρος-εδάφους.
Παράλληλα, πολλά F-4B αναβαθμίστηκαν σε επίπεδο κοντά σε αυτό των F-4J με το όνομα F-4N ενώ μετά ακολούθησαν τα F-4S
Εκδόσεις των F-4 Phantom
- F-4A/B/J/N/S: Εκδόσεις για το Ναυτικό και τους Πεζοναύτες.
- F-4C/D/E: Εκδόσεις για την Αεροπορία.
- RF-4B/C/E: Εκδόσεις για αποστολές αναγνώρισης οι οποίες έφεραν φωτογραφικές κάμερες στο ρύγχος του αεροσκάφους.
- F-4G Wild Wiesel: Έκδοση ηλεκτρονικού πολέμου.
- F-4F/EJ/K/M: Εξαγωγικές εκδόσεις του αεροσκάφους για την Γερμανία, Ιαπωνία και Μεγαλή Βρετανία.
Χώρες χρήστες
Πολύ χρήστες έχουν πλέον αποσύρει τα F-4 Phantom αντικαθηστόντας τα με νεότερα αεροσκάφη, υπάρχουν όμως ακόμα 4 χώρες που επιχειρούν με αυτά. Αυτές είναι η Ελλάδα, το Ιράν, η Νότια Κορέα και η Τουρκία. Με εξαίρεση το Ιράν το οποίο επιχειρεί και με F-4D, όλες οι άλλες χώρες χρησιμοποιούν κάποια έκδοση του F-4E.
Τα F-4 Phantom στην Πολεμική Αεροπορία
Τα πρώτα Ελληνικά Phantom αποκτήθηκαν το 1974 με το αμυντικό πρόγραμμα Peace Icarus. Το 1972 παραγγέλθηκαν για την ΠΑ 36 αεροσκάφη F-4E (Πρόγραμμα Peace Icarus I). Τα οποία εξόπλισαν δυο πολεμικές μοίρες, την 338 Μοίρα Δίωξης/Βομβαρδισμού και την 339 Μοίρα Παντός Καιρού.
Τα πρώτα έξι F-4E Phantom προσγειώθηκαν στην 117 ΠΜ την Παρασκευή 5 Απριλίου 1974. Το 1977 η Πολεμική Αεροπορία παράγγειλε επιπλέον 18 αεροσκάφη F-4E και 6 αναγνωριστικά αεροσκάφη RF-4E.
Το 1990, η USAF παραχώρησε στην Ελλάδα 28 αεροσκάφη F-4E. Tα αεροσκάφη αυτά είχαν αναβαθμιστεί πρόσφατα και διέθεταν το προηγμένο σύστημα βομβαρδισμού και ναυτιλίας Navigation & Weapons Delivery System (NWDS) καθιστώντας τα σχεδόν εφάμιλλα, σε δυνατότητες προσβολής επίγειων στόχων, με αεροσκάφη τρίτης γενιάς. Τα αεροσκάφη αυτά εντάχθηκαν στην 338 Μοίρα Δίωξης/Βομβαρδισμού.
Το πρόγραμμα αναβάθμισης Peace Icarus 2000
Στα τέλη του 1997 αποφασίστηκε η αναβάθμιση των αεροσκαφών που αγοράστηκαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων Peace Icarus I και Peace Icarus IΙ. Η αναβάθμιση προέβλεπε τη δομική ενίσχυση των αεροσκαφών και την αναβάθμιση των ηλεκτρονικών τους.
Στόχος ήταν η εφαρμογή ενός δομικής αναβάθμισης (SLEP) στα 72 F-4E/RF-4E που είχαν απομείνει σε υπηρεσία και η αναβάθμιση των μαχητικών ικανοτήτων (Avionics Upgrade Program/AUP) στα 39 F-4. Τον Δεκέμβριο του 1998, υπογράφηκε η σύμβαση μεταξύ της Γερμανικής Αεροδιαστημικής Βιομηχανίας (DASA) και της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ).
Η αναβάθμιση των ηλεκτρονικών περιλάμβανε την εγκατάσταση του σύγχρονου Radar AN/APG-65 GR, νέου υπολογιστή αποστολής, ΗUD, έγχρωμων οθόνων πολλαπλής λειτουργίας, GΡS/ΙΝS, ΙFF, ασύρματου V/UΗF κ.α. Οι αλλαγές αυτές επέτρεψαν τη δυνατότητα χρήσης πυραύλων ΑΙΜ-120 AMRAAM καθώς και άλλων προηγμένων όπλων αέρος/εδάφους. Το συνολικό κόστος του προγράμματος ανήλθε σε 315 εκατομμύρια δολάρια και μετά την ολοκλήρωση τα αναβαθμισμένα αεροσκάφη έλαβαν τον τίτλο F-4E Peace Icarus 2000 (PI2000).
Με τα νέα δεδομένα η ΠΑ προχώρησε σε αναδιοργάνωση του στόλου των F-4 συγκεντρώνοντας όλα τα αεροσκάφη των προγραμμάτων PI I&II στην Ανδραβίδα.
Πλέον μόνο η 338 Μοίρα επιχειρεί με τα F-4E PI2000 αφού τα RF-4E αποσύρθηκαν στις 5η Μαΐου του 2017 ενώ την ίδια χρονιά αναστάλθηκε και η λειτουργεία της 339 Μοίρας.
Πείτε μας την γνώμη σας στα σχόλια!
Απαγορεύεται η αντιγραφή χωρίς άδεια του NEMESIS HD