Η αυξανόμενη στρατιωτική ισχύς της Τουρκίας και οι περιφερειακές ανακατατάξεις καθιστούν αναγκαία την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου ελληνικού προγράμματος βαλλιστικών πυραύλων. Μια τέτοια πρωτοβουλία δεν αφορά μόνο την αποτροπή, αλλά και την τεχνολογική και επιχειρησιακή αυτάρκεια της χώρας σε συνθήκες κρίσης.
Η ιδέα για την ανάπτυξη εγχώριων βαλλιστικών δυνατοτήτων έχει επανέλθει έντονα στο δημόσιο διάλογο, ιδίως μετά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τη σταθερή αναβάθμιση του τουρκικού οπλοστασίου. Πέρα από τη στρατιωτική διάσταση που έχουμε εξετάσει αρκετές φορές στο NEMESISHD, πρόκειται για μια επιλογή που αγγίζει τη βιομηχανία, την έρευνα, την εξωτερική πολιτική και την εθνική ασφάλεια συνολικά.
Το Τουρκικό βαλλιστικό πρόγραμμα και η ανισορροπία δυνάμεων
Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει επενδύσει μαζικά στην εγχώρια αμυντική της βιομηχανία. Με προγράμματα όπως οι βαλλιστικοί πύραυλοι Bora και Tayfun, η Άγκυρα επιχειρεί να αποκτήσει δυνατότητες πλήγματος μεγάλης εμβέλειας, που μπορούν να καλύψουν σημαντικό μέρος της ελληνικής επικράτειας. Παράλληλα, έχει ενισχύσει τις αεροναυτικές της δυνάμεις, τα UAV, καθώς και τα προγράμματα πυρομαχικών αλλά και εγχώριας ναυπήγησης φρεγατών.
Η ανισορροπία αυτή δημιουργεί αυξανόμενη πίεση στην Ελλάδα να αναπτύξει ένα πλέγμα αποτροπής που να μην βασίζεται αποκλειστικά σε συμμαχίες ή εισαγόμενα όπλα. Η εμπειρία άλλων χωρών, όπως η σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ και ο πόλεμος Ουκρανίας-Ρωσίας, δείχνει ότι η εγχώρια ανάπτυξη πυραυλικών συστημάτων μπορεί να ενισχύσει ουσιαστικά την εθνική ασφάλεια και τη στρατηγική αυτονομία.
Γιατί χρειάζονται εγχώριοι βαλλιστικοί πύραυλοι
Η ανάπτυξη ελληνικού προγράμματος βαλλιστικών πυραύλων δεν θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως κίνηση επιθετικής φύσης, αλλά κυρίως ως μέτρο αποτροπής και αυτάρκειας.
- Αποτροπή υψηλής αξιοπιστίας. Ένα αξιόπιστο σύστημα βαλλιστικών πυραύλων μεταβάλλει ριζικά το ισοζύγιο κόστους-οφέλους για κάθε αντίπαλο που θα σκεφτεί να απειλήσει την Ελλάδα.
- Επιχειρησιακή αυτονομία. Η κατοχή εγχώριων δυνατοτήτων επιτρέπει την ανεξάρτητη λήψη αποφάσεων σε περιόδους κρίσης, χωρίς εξαρτήσεις από τρίτους.
- Τεχνολογική ανάπτυξη. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα ενίσχυε την ελληνική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας και θα προωθούσε την καινοτομία σε τομείς όπως τα συστήματα καθοδήγησης, οι σύνθετες ύλες και η αεροδιαστημική με εμπρόσθετο κέρδος και ευκαιρίες για περισσότερα εγχώρια προγράμματα εκτός των βαλλιστικών όπλων και συμπαραγωγές.
Οι προκλήσεις της ανάπτυξης
Η σχεδίαση και παραγωγή βαλλιστικών πυραύλων απαιτεί σημαντική τεχνογνωσία, πρόσβαση σε προηγμένα υλικά και υποδομές δοκιμών. Η Ελλάδα διαθέτει ήδη ένα αξιόλογο δίκτυο πανεπιστημιακών και βιομηχανικών εταίρων, που θα μπορούσαν να στηρίξουν ένα τέτοιο εγχείρημα υπό την αιγίδα του Υπουργείου Άμυνας.
Να τονίσουμε εδώ ότι δεν υπάρχουν αυστηροί νομικοί περιορισμοί. Η χώρα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Συμφωνίας Μη Διασποράς Βαλλιστικών Πυραύλων (MTCR), γεγονός που επιβάλλει εξαγωγικά όρια στις τεχνικές προδιαγραφές και στο βεληνεκές των πυραύλων. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει αυστηρό όριο στην ανάπτυξη συστημάτων εντός του πλαισίου αυτών των συνθηκών, ιδίως για αμυντική χρήση και εθνική προστασία.
Οικονομικές και βιομηχανικές προεκτάσεις
Ένα πρόγραμμα εγχώριων πυραύλων θα απαιτούσε επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ και χρονοδιάγραμμα άνω της δεκαετίας. Ωστόσο, τα οφέλη θα ήταν πολλαπλά: δημιουργία αλυσίδας παραγωγής, ενίσχυση της ΕΑΒ, των ΕΑΣ, αλλά και των ιδιωτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως τα ηλεκτρονικά και η ρομποτική. Επιπλέον, η συνεργασία με κράτη-εταίρους όπως το Ισραήλ, η Γαλλία και η Ινδία θα μπορούσε να επιταχύνει την τεχνολογική ωρίμανση.
Η δημιουργία ενός ελληνικού πυραυλικού προγράμματος θα μπορούσε επίσης να έχει εξαγωγικές προοπτικές στο μέλλον, σε φιλικές χώρες που αναζητούν αξιόπιστα, νόμιμα και οικονομικά συστήματα αμυντικής τεχνολογίας.
Η τεχνολογική υπεροχή αποτελεί καθοριστικό παράγοντα ασφάλειας
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα γεωπολιτικά ασταθές περιβάλλον, όπου η τεχνολογική υπεροχή αποτελεί καθοριστικό παράγοντα ασφάλειας. Ένα πρόγραμμα ανάπτυξης βαλλιστικών πυραύλων, σε συνδυασμό με την αντιπυραυλική άμυνα και τα μέσα αναγνώρισης-εντοπισμού στόχων, μπορεί να προσδώσει στη χώρα μια νέα ισορροπία ισχύος.
Η επιτυχία του εγχειρήματος θα εξαρτηθεί από τη διαχρονική πολιτική βούληση, την επιστημονική επένδυση και την ορθολογική κατανομή των πόρων. Η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει πέρα από τον ενθουσιασμό και να στηριχθεί σε τεκμηριωμένη στρατηγική, με στόχο την εθνική ασφάλεια και την ευρωπαϊκή σταθερότητα.




