Έντονη δημόσια συζήτηση, συχνά με πολιτικό φορτίο και σαφείς υπαινιγμούς, έχει προκαλέσει το πλήγμα σε ρωσικό τάνκερ στη Μεσόγειο ανάμεσα σε Λιβύη και Ελλάδα (αυτή την στιγμή κατευθύνεται για επισκευές στη Τουρκία μέσα από το Αιγαίο) που πραγματοποιήθηκε με FPV τετρακόπτερο Drone, για το οποίο έχει αναλάβει την ευθύνη η Ουκρανία. Στον πυρήνα της συζήτησης και κριτικής βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι το drone απογειώθηκε από βάση στην Ελλάδα, έφτασε στον στόχο και επέστρεψε, με ορισμένους να καταγγέλουν ήδη «συμμετοχή της Ελλάδας στο χτύπημα». Μια ψύχραιμη, τεχνικά και νομικά τεκμηριωμένη ανάγνωση δείχνει ότι το αφήγημα αυτό δεν αντέχει σε σοβαρό έλεγχο των πληροφοριών. Φυσικά όμως πρέπει να διερευνηθούν τα νομικά και επιχειρησιακά ζητήματα για να καταστεί σαφές το πλαίσιο του πλήγματος.
Τα FPV τετρακόπτερα είναι μικρά μη επανδρωμένα αεροσκάφη άμεσου χειρισμού, σχεδιασμένα για αποστολές πολύ μικρής ακτίνας. Η λειτουργία τους βασίζεται στη συνεχή ραδιοζεύξη με τον χειριστή και σε μπαταρίες περιορισμένης ενεργειακής πυκνότητας. Ακόμη και σε ειδικές «long range» διαμορφώσεις, ο πραγματικός χρόνος πτήσης σπάνια υπερβαίνει τα 15–20 λεπτά, ενώ η επιχειρησιακή ακτίνα παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη, ιδίως πάνω από ανοιχτή θάλασσα. Η ιδέα μιας πτήσης εκατοντάδων χιλιομέτρων στη Μεσόγειο με επιστροφή στη βάση δεν συμβαδίζει ούτε με τη φυσική ούτε με την τεχνολογία αυτών των συστημάτων.
Το ίδιο το βίντεο της επίθεσης προσθέτει ένα καθοριστικό και συχνά αποσιωπημένο στοιχείο. Το FPV drone φέρεται να μετέφερε και να άφησε εκρηκτικό φορτίο, είτε χειροβομβίδα είτε όλμο, πάνω στο τάνκερ. Η παρουσία φορτίου μειώνει δραστικά την αυτονομία, αυξάνει την κατανάλωση ενέργειας και περιορίζει ακόμη περισσότερο την εμβέλεια, ενώ απαιτεί σταθερό και ακριβή έλεγχο σε πολύ μικρή απόσταση. Στην πράξη, ένα FPV τετρακόπτερο με εκρηκτικό φορτίο επιχειρεί σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων. Αυτό από μόνο του καθιστά τεχνικά αδύνατο οποιοδήποτε σενάριο απογείωσης από ελληνικό έδαφος και επιστροφής.
Στην πράξη, επιθέσεις με FPV drones εναντίον πλοίων εκτελούνται από εξαιρετικά μικρή απόσταση, συνήθως με την υποστήριξη άλλου πλωτού μέσου, όπως σκάφος ή αυτοσχέδια πλωτή πλατφόρμα, που λειτουργεί ως σημείο εκτόξευσης και ελέγχου. Πρόκειται για τακτικές χαμηλής έντασης, οι οποίες βασίζονται στον αιφνιδιασμό και στην εγγύτητα στον στόχο, όχι σε υποτιθέμενες «θεαματικές» διακρατικές διαδρομές μεγάλων αποστάσεων.
Στη συγκεκριμένη επίθεση, σύμφωνα με δημόσιες παραδοχές ουκρανικών δυνάμεων, χρησιμοποιήθηκε παραπλέον σκάφος για την επιχειρησιακή υποστήριξη του drone. Μάλιστα αυτή τη στιγμή το Ρωσικό QENDIL πλέει στο κεντρικό Αιγαίο με κατεύθυνση προς Τουρκία για επισκευές, αν ένιωθε απειλή δεν θα έβγαζε νόημα να πλησιάσει τα ελληνικά νησιά και την ηπειρωτική χώρα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η άμεση εμπλοκή τρίτων χωρών, όπως η Ελλάδα, δεν προκύπτει ούτε τεχνικά ούτε λογικά.
Η νομική βάση γύρω από το χτύπημα σε τανκερ του «Σκιώδη στόλου» της Ρωσίας από την Ουκρανία στη Μεσόγειο
Στο διεθνές δίκαιο, η ευθύνη κράτους δεν ενεργοποιείται επειδή ένα πλοίο ή σκάφος ξεκίνησε από λιμένα ενός κράτους. Οι κανόνες της κρατικής ευθύνης απαιτούν η πράξη να είναι νομικά αποδοτέα στο κράτος. Σύμφωνα με τις αρχές της Διεθνούς Επιτροπής Δικαίου, αυτό συμβαίνει μόνο όταν η ενέργεια εκτελείται από κρατικά όργανα ή από πρόσωπα που ενεργούν υπό οδηγίες, έλεγχο ή ρητή συναίνεση του κράτους. Η απλή γεωγραφική αφετηρία ή η χρήση λιμένα δεν επαρκεί.
Η συμπεριφορά ιδιωτών ή ξένων φορέων δεν θεωρείται πράξη του κράτους, εκτός αν το κράτος εγκρίνει, καθοδηγεί ή υιοθετεί ρητά τη συγκεκριμένη ενέργεια. Χωρίς αυτόν τον σύνδεσμο, δεν υφίσταται διεθνής ευθύνη.
Παράλληλα, το δίκαιο της θάλασσας κατοχυρώνει την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στα διεθνή ύδατα. Τα πλοία μπορούν να χρησιμοποιούν λιμένες τρίτων κρατών χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το κράτος του λιμένα συμμετέχει ή συναινεί σε μελλοντικές στρατιωτικές ενέργειες του σκάφους.
Ακόμη και στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Καταστολή Παράνομων Πράξεων κατά της Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας, η έμφαση δίνεται στη δίωξη των δραστών και όχι στην αυτόματη απόδοση ευθύνης στο κράτος από το οποίο απέπλευσαν.
Με βάση το ισχύον διεθνές δίκαιο, η Ελλάδα δεν «μπλέκεται» νομικά απλώς και μόνο επειδή ένα σκάφος ενδέχεται να ξεκίνησε από ελληνικό λιμένα κάτι που φυσικά δεν τεκμηριώνεται ούτε καν ως υπόθεση καθώς θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει από την Λιβύη, την Αίγυπτο ή την Ιταλία. Νομικό ζήτημα θα ανέκυπτε μόνο εάν αποδεικνυόταν ότι οι ελληνικές αρχές είχαν γνώση, έλεγχο ή παρείχαν ουσιαστική υποστήριξη στην επίθεση. Χωρίς τέτοια στοιχεία, η συζήτηση παραμένει πολιτική και επικοινωνιακή, όχι νομική.
Αν το πλήγμα έγινε σε διεθνή ύδατα και ο στόχος συνδέεται με την πολεμική προσπάθεια της Ρωσία, το νομικό βάρος μετατοπίζεται στη σχέση μεταξύ εμπόλεμων μερών και όχι σε τρίτα κράτη, όπως η Ελλάδα.
Πέρα από το τεχνικό σκέλος, το περιστατικό εγείρει σοβαρά ζητήματα διεθνούς δικαίου, καθώς φέρεται να έλαβε χώρα σε διεθνή ύδατα. Εκεί ισχύει η αρχή της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας και τα πλοία υπάγονται, κατά κανόνα, στη δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας τους. Ωστόσο, σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης, το δίκαιο της θάλασσας συμπληρώνεται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, το οποίο επιτρέπει επιθέσεις σε στόχους με σαφή στρατιωτική συνάφεια.
Ο λεγόμενος ρωσικός «σκιώδης στόλος» αφορά δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο εκτός του πλαισίου διεθνών κυρώσεων, συχνά με αδιαφανή ιδιοκτησιακά σχήματα και πρακτικές αποφυγής ελέγχου. Αν αποδειχθεί ότι ένα τέτοιο πλοίο συμβάλλει άμεσα στη χρηματοδότηση ή τη στρατηγική επιμελητεία της πολεμικής προσπάθειας της Ρωσία, μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να χαρακτηριστεί στρατιωτικός στόχος, ακόμη κι αν φέρει τυπικά εμπορική ιδιότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το δικαίωμα αυτοάμυνας που επικαλείται η Ουκρανία βάσει του Άρθρου 51 του Χάρτη του ΟΗΕ. Η διεθνής πρακτική αναγνωρίζει ότι, όταν υπάρχει συνεχιζόμενη ένοπλη επίθεση, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν περιορίζονται αυστηρά εντός των συνόρων του επιτιθέμενου κράτους, εφόσον οι στόχοι έχουν άμεση στρατιωτική συνάφεια. Καθοριστικές παραμένουν οι αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της προστασίας των μη μαχόμενων.
Ένα περιορισμένο πλήγμα με FPV drone θεωρείται συχνά χαμηλής κλιμάκωσης, καθώς η ισχύς του είναι σαφώς μικρότερη από εκείνη συμβατικών ναυτικών όπλων και μπορεί να στοχεύει σε υλικές ζημιές ή λειτουργική αχρήστευση χωρίς εκτεταμένες απώλειες ζωών. Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί την ανάγκη προσεκτικής νομικής αξιολόγησης κάθε περιστατικού, ιδιαίτερα όταν αφορά εμπορικά πλοία σε διεθνή ύδατα.
Το αφήγημα περί FPV drone που απογειώθηκε από την Ελλάδα, διέσχισε τη Μεσόγειο, έπληξε ρωσικό τάνκερ και επέστρεψε στη βάση του καταρρέει πλήρως. Καταρρέει τεχνικά, λόγω των αξεπέραστων ορίων εμβέλειας ιδίως με εκρηκτικό φορτίο και καταρρέει νομικά, καθώς το διεθνές δίκαιο θέτει αυστηρά και σαφή κριτήρια για την απόδοση κρατικής ευθύνης.
Η απόσταση ανάμεσα στη νομική πραγματικότητα και στη ρητορική κατηγορία είναι μεγάλη και στη συγκεκριμένη περίπτωση, το διεθνές δίκαιο βρίσκεται ξεκάθαρα υπέρ της πρώτης.





