Η κινεζική κυβέρνηση αντέδρασε έντονα μετά τις τοποθετήσεις της Ιαπωνίδας πρωθυπουργού, Sanae Takaichi, στη Βουλή, όπου ανέφερε ότι μια πιθανή χρήση ένοπλης βίας από την Κίνα κατά της Ταϊβάν θα μπορούσε να συνιστά «υπαρξιακή απειλή για την Ιαπωνία». Σύμφωνα με το Τόκιο, μια τέτοια εξέλιξη θα έδινε το δικαίωμα ενεργοποίησης του πλαισίου συλλογικής αυτοάμυνας, επιτρέποντας χρήση των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας σε σενάριο περιφερειακής κρίσης.
Σε ιδιαίτερα αυστηρό τόνο, ο εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, Lin Jian, δήλωσε ότι η Ταϊβάν αποτελεί «αναπόσπαστο τμήμα της Κίνας» και πως η επίλυση του ζητήματος «είναι καθαρά εσωτερική υπόθεση». Ο ίδιος προειδοποίησε ότι μια ιαπωνική στρατιωτική επέμβαση στο Στενό της Ταϊβάν «θα θεωρηθεί πράξη εισβολής» και ότι η κινεζική πλευρά «θα αντεπιτεθεί αποφασιστικά», λέγοντας χαρακτηριστικά πως «όσοι παίζουν με φωτιά στο ζήτημα της Ταϊβάν θα καούν», επιδιώκοντας να τονίσει την αποφασιστικότητα του Πεκίνου.
Το Πεκίνο υποστηρίζει ότι οι τοποθετήσεις της Ιαπωνίδας πρωθυπουργού υπονομεύουν τα πολιτικά θεμέλια των σχέσεων Κίνας–Ιαπωνίας, τα οποία στηρίζονται στην αρχή της «μίας Κίνας» και στα τέσσερα πολιτικά έγγραφα που διέπουν τις διμερείς σχέσεις από το 1972. Η κινεζική διπλωματία εκτιμά πως οι πρόσφατες αναφορές του Τόκιο θέτουν υπό πίεση την ήδη εύθραυστη περιφερειακή ισορροπία και ενδέχεται να επηρεάσουν τη σταθερότητα στον Ινδο–Ειρηνικό.
Η Ιαπωνία, από την πλευρά της, δεν έχει προχωρήσει σε ανάκληση των δηλώσεων, επιμένοντας ότι η θέση της πρωθυπουργού αντανακλά την ισχύουσα πολιτική ασφαλείας της χώρας. Η στάση αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ενισχυμένης αποτροπής, καθώς το Τόκιο βλέπει την πιθανότητα κλιμάκωσης στο Στενό της Ταϊβάν ως ζήτημα με άμεσο αντίκτυπο στην εθνική του ασφάλεια.
Η αντιπαράθεση έχει λάβει και προσωπικές διαστάσεις, καθώς ο Κινέζος πρόξενος στην Οσάκα της Ιαπωνίας, εξαπέλυσε ευθεία απειλή κατά της ζωής της πρωθυπουργού Takaichi, μετά τις δηλώσεις της για πιθανή ιαπωνική στρατιωτική συμμετοχή σε κρίση γύρω από την Ταϊβάν.
Η αντιπαράθεση, η οποία εκδηλώνεται σε περίοδο αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή, πυροδοτεί ανησυχία για περαιτέρω όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Παράλληλα, επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για τη στρατηγική σταθερότητα στην Ανατολική Ασία, τις συμμαχίες, καθώς και την εξέλιξη της κρίσης γύρω από το ζήτημα της Ταϊβάν, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πλέον κρίσιμα σημεία της διεθνούς διπλωματίας.




